- σφηκίσκος
- σφηκίσκοςpiece of wood pointed like a wasp's tailmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφηκίσκος — ο, ΝΑ μακρύ ξύλο που χρησιμοποιείται στην οικοδομική ως υποστήριγμα νεοελλ. ναυτ. κατεργασμένο και στρογγυλεμένο μακρύ ξύλο, το οποίο, ανάλογα με τις παρουσιαζόμενες ανάγκες, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως δοκός, στύλος, κεραία ιστού, ιστός λέμβου… … Dictionary of Greek
σφηκίσκοι — σφηκίσκος piece of wood pointed like a wasp s tail masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφηκίσκον — σφηκίσκος piece of wood pointed like a wasp s tail masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφηκίσκους — σφηκίσκος piece of wood pointed like a wasp s tail masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφηκίσκων — σφηκίσκος piece of wood pointed like a wasp s tail masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφηκίσκῳ — σφηκίσκος piece of wood pointed like a wasp s tail masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοράτιο — το (Α δοράτιον) μικρό δόρυ νεοελλ. σφηκίσκος, ξύλο κατάλληλο για κατάρτι … Dictionary of Greek
σφήκα — και σφήγκα, η / σφήξ, ηκός, ὁ, ΝΜΑ, και σπαν. σφήξ, ηκός, η, και δωρ. τ. σφάξ, ακός, Α κοινή σήμερα ονομασία υμενόπτερων εντόμων τα οποία, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια vespidae και είναι πολύ συγγενικά με τις… … Dictionary of Greek